κραβάτα

κραβάτα
η галстук

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κραβάτα" в других словарях:

  • κραβάτα — η βλ. γραβάτα …   Dictionary of Greek

  • γραβάτα — Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και… …   Dictionary of Greek

  • cravată — CRAVÁTĂ, cravate, s.f. Accesoriu al îmbrăcămintei (bărbăteşti), constând dintr o fâşie îngustă de stofă, de mătase etc. care se înnoadă la gât şi ale cărei capete sunt de obicei lăsate să atârne pe piept. ♢ (Ieşit din uz) Cravată roşie (sau de… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»